αυχενία

αυχενία
(auchenia). Γένος μηρυκαστικών θηλαστικών της οικογένειας των καμηλιδών. Ζουν αποκλειστικά στη Νότια Αμερική, από το Περού και τον Ισημερινό μέχρι την Παταγονία και τη Γη του Πυρός. Ξεχωρίζουν από τις κοινές καμήλες από το μικρό μέγεθός τους και επειδή δεν έχουν καμπούρα. Το ύψος του σώματός τους φτάνει τα 0,80-1,20 μ. ανάλογα με το είδος, ενώ το μήκος της ουράς τα 0,15-0,30 μ. Είναι ζώα κυρίως φυτοφάγα, τρέφονται με χόρτα και λειχήνες του βουνού. Γεννούν ύστερα από κυοφορία 11 μηνών ένα και, σπάνια, δύο μικρά. Το κυριότερο είδος είναι η λάμα. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των χρυσομηλιδών, που συναντάται κυρίως στην Ευρώπη και προκαλεί καταστροφές στις καλλιέργειες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αὐχένια — αὐχένιον neut nom/voc/acc pl αὐχένιος belonging to the neck neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχενίας — αὐχενίᾱς , αὐχένιος belonging to the neck fem acc pl αὐχενίᾱς , αὐχένιος belonging to the neck fem gen sg (attic doric aeolic) αὐχενίᾱς , αὐχενίας bull necked masc acc pl αὐχενίᾱς , αὐχενίας bull necked masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υακίζει — Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ εἰς τὰ αὐχένια βρέχει ἢ ὑετίζει ἢ ὕει». [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί ὑετίζει (< ὑετός), κατ επίδραση τού ρ. οἰακίζω (< οἴαξ), πρβλ. και τον βοιωτ. τ. ὕαξ, αντί τού οἵαξ, ακος «πηδάλιο»] …   Dictionary of Greek

  • αλπακά ή αλπάκα — (alpaca ή lama pacos). Θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της τάξης των αρτιοδαχτύλων, όμοιο με το λάμα (ελληνική ονομασία, αυχενία πάκος προβατοκάμηλος). Ζει στις ορεινές περιοχές του Περού και της Βολιβίας, όπου έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”